έλκωση

έλκωση
[-ις (-εως)] η
1) изъязвление; 2) язва

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "έλκωση" в других словарях:

  • έλκωση — η (AM ἕλκωση) σχηματισμός έλκους …   Dictionary of Greek

  • έλκωση — η 1. ο σχηματισμός έλκους, το πλήγιασμα. 2. το ίδιο το έλκος, η πληγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑλκώσῃ — ἑλκώσηι , ἕλκωσις ulceration fem dat sg (epic) ἑλκόω wound aor subj mid 2nd sg ἑλκόω wound aor subj act 3rd sg ἑλκόω wound fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφθα — Εκδήλωση φλεγμονής, που συνήθως εντοπίζεται στη γλώσσα και γενικά στο βλεννογόνο του στόματος. Οι ά. είναι εξελκώσεις στρογγυλωπές, μεγέθους φακής, χρώματος λευκόφαιου, επώδυνες ιδιαίτερα κατά τη μάσηση. Προκαλούνται από ιογενείς λοιμώξεις σε… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοδερματίτιδα — Αλλοίωση του δέρματος, πρόσφατη (πρώιμο στάδιο) ή παλαιά (όψιμο στάδιο) που οφείλεται είτε στην ακτινοβολία μιας θέσης του δέρματος σε μεγάλες δόσεις για θεραπευτικούς σκοπούς είτε στη συνεχή ακτινοβολία (επαγγελματική α.) με ακτίνες Ρέντγκεν,… …   Dictionary of Greek

  • καθέλκωσις — καθέλκωσις, ἡ (Α) [καθελκούμαι] το αποτέλεσμα τού καθελκούμαι*, έλκωση, πλήγιασμα …   Dictionary of Greek

  • περίβρωσις — ώσεως, ἡ, Α [περιβιβρώσκω] η έλκωση, το πλήγιασμα παντού …   Dictionary of Greek

  • έλκος — το ους, πληθ. η (ιατρ.), παθολογική διάβρωση ιστού του σώματος, που εκτείνεται σε βάθος και δύσκολα επουλώνεται, έλκωση, τραύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξέλκωση — η 1. ο σχηματισμός (δημιουργία) έλκους, το πλήγιασμα. 2. (ιατρ.), επιπόλαιη έλκωση της επιδερμίδας από διάρρηξη φυσαλίδας ή φλύκταινας που δεν αφήνει ουλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγεδαινισμός — ο (ιατρ.), διαβρωτική έλκωση που προχωρεί ραγδαία σε έκταση και καταστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»